- φουαγιέ
- τοάκλ. (λ. γαλλ.), αίθουσα (συνήθως με κυλικείο) σε θέατρο, όπου μπορούν να παραμένουν οι θεατές στα διαλείμματα των παραστάσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουαγιέ — το, Ν άκλ. αίθουσα, με κυλικείο συνήθως, σε θέατρο ή σε κινηματογράφο, όπου παραμένουν στα διαλείμματα οι θεατές και καπνίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. foyer < λατ. focarium (< λατ. focus «φωτιά, εστία»)] … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
Ελευθέριος Βενιζέλος, Διεθνές Αεροδρόμιο — Διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 28 Μαρτίου 2001, αντικαθιστώντας το αεροδρόμιο Ελληνικού. Βρίσκεται στην περιοχή των Σπάτων, 25 χλμ. ΒΔ του παλαιού αεροδρομίου και περίπου 17 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας.… … Dictionary of Greek
Λαμί, Λουί-Εζέν — (Louis Eugène Lami, Παρίσι 1800 – 1890). Γάλλος ζωγράφος. Έζησε ένα διάστημα στην Αγγλία, όπου διδάχθηκε από Άγγλους ζωγράφους την τεχνική της υδατογραφίας. Πηγή της έμπευσής του υπήρξε κυρίως η κοσμική ζωή του Παρισιού της εποχής του Λουδοβίκου… … Dictionary of Greek
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών — Οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αποτέλεσμα συνεργασίας ιδιωτών και κράτους. Λειτουργεί από το 1991 ως κέντρο πολιτιστικής, κοινωνικής και επιστημονικής δραστηριότητας, ενώ εδρεύει σε ιδιόκτητο, σύγχρονο κτίριο επί της λεωφόρου Βασιλίσσης… … Dictionary of Greek